Αΐντα

Αΐντα
(Αστρον.). Αστεροειδής που επισημάνθηκε στις 22 Ιανουαρίου 1917 από τον Μαξ Βολφ. Το αστρικό φωτογραφικό του μέγεθος στη μέση αντίθεσή του είναι 14,9, ενώ αν βρισκόταν σε απόσταση μιας αστρονομικής μονάδας από τη Γη και από τον Ήλιο θα είχε μέγεθος 10,8. Ολοκληρώνει την περιφορά του γύρω από τον Ήλιο σε 9.037 ημέρες.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • πρελούδιο — Μουσική μορφή που σημαίνει γενικά την ενόργανη εισαγωγή μιας σύνθεσης αλλά μπορεί να είναι και αυτόνομη σύνθεση. Ως ιδιαίτερη μορφή, το π. έχει αρχαία προέλευση (οι Έλληνες, για παράδειγμα, είχαν π. για κιθάρα)· στους νεότερους χρόνους (από το… …   Dictionary of Greek

  • Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… …   Dictionary of Greek

  • άρπα — Μουσικό όργανο με χορδές που κρούονται. Η ά. σε σχήμα σχεδόν τριγωνικό απαρτίζεται από διάφορα στοιχεία. Το επίμηκες ηχείο της ενώνεται λοξά προς τα κάτω με τον κατακόρυφο κιονίσκο και προς τα επάνω με τον χορδοστάτη απ’ όπου ξεκινούν, τεντωμένες …   Dictionary of Greek

  • κομπάρσος — Βοηθητικό, συνήθως βουβό, πρόσωπο σε θεατρική παράσταση και σε κινηματογραφική ή τηλεοπτική ταινία. Οι κ. χρησιμοποιήθηκαν σε όλες τις εποχές και σε κάθε θεατρικό είδος. Ενώ στο δραματικό θέατρο ο αριθμός τους ήταν συνήθως περιορισμένος, στο… …   Dictionary of Greek

  • λιμπρέτο — (libretto). Διεθνής όρος, που υποδηλώνει το λογοτεχνικό κείμενο των λυρικών έργων, των oρατορίων και των καντατών. Η ετυμολογία του πιθανολογείται ότι προέρχεται από τις διαστάσεις του τυπογραφικού σχήματος (η ιταλική λέξη libretto είναι το… …   Dictionary of Greek

  • μπάντα — Συγκρότημα πνευστών και κρουστών μουσικών οργάνων, προορισμένο για εμφανίσεις στο ύπαιθρο. Από την αρχαιότητα ο ήχος των αυλών, των σαλπίγγων και των κεράτων είχε ως λειτουργία να αναπτερώνει το ηθικό των στρατιωτών και να συνοδεύει τα τραγούδια… …   Dictionary of Greek

  • Βέρντι, Τζουζέπε — (Giuseppe Verdi, Ρόνκολε, Πάρμα 1813 – Μιλάνο 1901). Ιταλός συνθέτης, από τους κορυφαίους της όπερας. Ακολουθώντας την κλίση του στη μουσική, άρχισε τις πρώτες του μουσικές σπουδές στα οκτώ του χρόνια με ένα παλιό πιάνο και κατόρθωσε, γύρω στα… …   Dictionary of Greek

  • γκραν κάσα — Μουσικό κρουστό όργανο με αμετάβλητο ήχο. Αρχικά τη χρησιμοποιούσαν στις μουσικές μπάντες για να κρατάει τον ρυθμό. Από το δεύτερο όμως μισό του 18ου αι. καθιερώθηκε ως όργανο της συμφωνικής ορχήστρας, οπότε και κέντρισε τη φαντασία των συνθετών… …   Dictionary of Greek

  • Μοσχονάς, Νίκος — (Αθήνα 1907 – 1975). Βαθύφωνος. Σπούδασε στο Ελληνικό και στο Εθνικό Ωδείο Αθηνών, ενώ συμπλήρωσε τις σπουδές του στο Μιλάνο. Ξεκίνησε την καριέρα του εμφανιζόμενος στη σκηνή του Δημοτικού Θεάτρου Πειραιά, το 1930, στην όπερα Ριγολέτος, ενώ… …   Dictionary of Greek

  • Μπόιτο — (Boito). Επώνυμο οικογένειας (αδελφών) Ιταλών που διακρίθηκαν ιδιαίτερα στις τέχνες. 1. Αρίγκο (Arigo, Πάντοβα 1842 – Μιλάνο 1918). Συνθέτης, ποιητής, λιμπρετίστας, μουσικός και θεατρικός κριτικός. Υπήρξε, μαζί με τον Εμίλιο Πράγκα, από νέος, μια …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”